Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σκέψου το

См. также в других словарях:

  • λογικό — το (AM λογικόν) (και στον πληθ. τα λογικά) 1. ο νους, η διάνοια, το πνεύμα 2. ο ορθός λόγος, η ορθή κρίση νεοελλ. φρ. α) «έχασα το λογικό μου» ή «έχασα τα λογικά μου» παραφρόνησα β) «έλα στα λογικά σου» σκέψου σωστά, λογικέψου. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • σύγκαλα — και συγκαλά, τα, Ν άκλ. 1. καλή φυσιολογική κατάσταση και, ιδίως, διανοητική ισορροπία («δεν είναι στα σύγκαλά του») 2. φρ. «έλα στα σύγκαλά σου» σκέψου λογικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καλά, πληθ. ουδ. τού επίθ. καλός] …   Dictionary of Greek

  • ακούω — άκουσα, ακούστηκα, ακουσμένος 1. ως αμτβ., έχω την αίσθηση της ακοής: Τελευταία δεν ακούω και τόσο καλά. 2. ως μτβ., καταλαβαίνω κάτι με την ακοή: Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών… (Σολωμός). 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω: Άκουσα ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ύστερα — επίρρ. χρον. (από το επίθ. ύστερος) 1. μετά, έπειτα, κατόπι. 2. εκτός από αυτό, επίσης, εξάλλου: Ύστερα, σκέψου και το άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»