-
1 Σκέψου, πριν ενεργήσεις, κοίταξε, πριν πηδήσεις
Όποιος τα ύστερα μετρά πριχού κοντά σιμώνει, αυτός δεν ημπορεί ποτέ να στερνομετανιώνει– Σκέψου, πριν ενεργήσεις, κοίταξε, πριν πηδήσεις• Не зная броду, не суйся в водуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σκέψου, πριν ενεργήσεις, κοίταξε, πριν πηδήσεις
-
2 Πριν δώσεις μια υπόσχεση, σκέψου καλά και κρίνε, μα σαν τη δώσεις, ύστερα πιστός για πάντα μείνε
Πριν δώσεις μια υπόσχεση, σκέψου καλά και κρίνε, μα σαν τη δώσεις, ύστερα πιστός για πάντα μείνε– Σαν το λες και δεν το κάνεις, την υπόληψή σου χάνεις• Не дал слова – крепись, а дал слово – держись• Слово давать, так слово держатьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πριν δώσεις μια υπόσχεση, σκέψου καλά και κρίνε, μα σαν τη δώσεις, ύστερα πιστός για πάντα μείνε
-
3 μόνος
η, ο[ν] 1.1) один, единственный;μόνη λύση — единственное решение;
μόνος μου (σου κ. λ. π.) — я (ты и т. д.) сам;
αυτη τη δουλιά ( — или την εργασία) την εκανα μόνος μου — я сделал эту работу один, сам;
τό κατάλαβε μόνος του — он понял это сам;
σκέψου το μόνος σου — подумай об этом сам;
2) один, одинокий;αίσθάνομαι τον εαυτόν μου μόνο — чувствовать себя одиноким;
μένω μόνος — оставаться одиноким;
η μητέρα και η αδελφή έμειναν εντελώς μόνες — мать и сестра остались совсем одни;
ενεργώ μόνος — действовать в одиночку;
§ μόνοι — наедине, одни;
πήγα από μόνος μου στο γάμο — я без приглашения пошёл на свадьбу;
κατά μόνας — один, наедине с самим собой;
ομιλώ κατά μόνας — разговаривать с самим собой;
εργάζεται κατά μόνας — он работает один, в одиночку;
2. (ο) одиночка -
4 Όποιος τα ύστερα μετρά πριχού κοντά σιμώνει, αυτός δεν ημπορεί ποτέ να στερνομετανιώνει
Όποιος τα ύστερα μετρά πριχού κοντά σιμώνει, αυτός δεν ημπορεί ποτέ να στερνομετανιώνει– Σκέψου, πριν ενεργήσεις, κοίταξε, πριν πηδήσεις• Не зная броду, не суйся в водуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος τα ύστερα μετρά πριχού κοντά σιμώνει, αυτός δεν ημπορεί ποτέ να στερνομετανιώνει
-
5 Σαν το λες και δεν το κάνεις, την υπόληψή σου χάνεις
Πριν δώσεις μια υπόσχεση, σκέψου καλά και κρίνε, μα σαν τη δώσεις, ύστερα πιστός για πάντα μείνε– Σαν το λες και δεν το κάνεις, την υπόληψή σου χάνεις• Не дал слова – крепись, а дал слово – держись• Слово давать, так слово держатьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σαν το λες και δεν το κάνεις, την υπόληψή σου χάνεις
См. также в других словарях:
λογικό — το (AM λογικόν) (και στον πληθ. τα λογικά) 1. ο νους, η διάνοια, το πνεύμα 2. ο ορθός λόγος, η ορθή κρίση νεοελλ. φρ. α) «έχασα το λογικό μου» ή «έχασα τα λογικά μου» παραφρόνησα β) «έλα στα λογικά σου» σκέψου σωστά, λογικέψου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
σύγκαλα — και συγκαλά, τα, Ν άκλ. 1. καλή φυσιολογική κατάσταση και, ιδίως, διανοητική ισορροπία («δεν είναι στα σύγκαλά του») 2. φρ. «έλα στα σύγκαλά σου» σκέψου λογικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καλά, πληθ. ουδ. τού επίθ. καλός] … Dictionary of Greek
ακούω — άκουσα, ακούστηκα, ακουσμένος 1. ως αμτβ., έχω την αίσθηση της ακοής: Τελευταία δεν ακούω και τόσο καλά. 2. ως μτβ., καταλαβαίνω κάτι με την ακοή: Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών… (Σολωμός). 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω: Άκουσα ότι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ύστερα — επίρρ. χρον. (από το επίθ. ύστερος) 1. μετά, έπειτα, κατόπι. 2. εκτός από αυτό, επίσης, εξάλλου: Ύστερα, σκέψου και το άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)